- λοιμικός
- λοιμικόςpestilentialmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λοιμικός — ή, ό (AM λοιμικός, ή, όν) [λοιμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λοιμό, λοιμώδης, μολυσματικός («ἀσθενῶς διακειμένους διὰ τὸ λοιμικὴν εἶναι παρ αὐτοῑς κατάστασιν», Ιπποκρ.) νεοελλ. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η λοιμική και το λοιμικό… … Dictionary of Greek
λοιμικά — λοιμικός pestilential neut nom/voc/acc pl λοιμικά̱ , λοιμικός pestilential fem nom/voc/acc dual λοιμικά̱ , λοιμικός pestilential fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμικῶν — λοιμικός pestilential fem gen pl λοιμικός pestilential masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμικόν — λοιμικός pestilential masc acc sg λοιμικός pestilential neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμικαῖς — λοιμικός pestilential fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμικαί — λοιμικός pestilential fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμικοῖς — λοιμικός pestilential masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμικοί — λοιμικός pestilential masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμικοῦ — λοιμικός pestilential masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμικῆς — λοιμικός pestilential fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)